ροδώνας

ροδώνας
[-ων (-ώνος)] ο розарий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ροδώνας" в других словарях:

  • ροδώνας — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σ. Μουριών. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 610 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). * * * ο / ῥοδών, ῶνος, ΝΜΑ,… …   Dictionary of Greek

  • ροδώνας — ο φυτεία από τριανταφυλιές: Πολλοί ροδώνες υπάρχουν στη νότια Βουλγαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Christoforos Liontakis — Χριστόφορος Λιοντάκης Born 1945 Heraklion, Greece Occupation Poet, translator Nationality Greek …   Wikipedia

  • Christoforos Liontakis — Nombre completo Christoforos Liontakis Χριστόφορος Λιοντάκης Nacimiento 1945 Heraclión, Grecia Ocupación Poeta, traductor Nacionalidad …   Wikipedia Español

  • ροδεών — ὁ, Α βλ. ροδώνας …   Dictionary of Greek

  • ροδιή — ἡ, Α [ῥόδον] ροδώνας …   Dictionary of Greek

  • ροδόκηπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 165 μ.) του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέων Σιλάτων. * * * ο, Ν ροδώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κήπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκ. Δ. Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • ροδότοπος — ο, Ν τόπος φυτεμένος με ρόδα, ροδώνας, ροδόκηπος …   Dictionary of Greek

  • ροδών — ῶνος, ὁ, ΜΑ βλ. ροδώνας …   Dictionary of Greek

  • ροζάριο(ν) — το, Ν 1. σειρά προσευχών τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας 2. το κομπολόγι που χρησιμοποιείται για την αρίθμηση τών προσευχών αυτών, αλλ. ροδάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rosarium, ii «ροδώνας»] …   Dictionary of Greek

  • ροών — ὁ, Α κήπος με ροδιές, ροδώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + επίθημα ών (πρβλ. ελαι ών)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»